υπερήφανος

υπερήφανος
η , ο [ος , ον ]
1) гордый;

είμαι υπερήφανος — гордиться;

2) высокомерный, надменный;

§ έχω υπερήφανο αυτί — быть глухим; — быть тугоухим


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "υπερήφανος" в других словарях:

  • ὑπερήφανος — overweening masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερήφανος — η, ο / ὑπερήφανος, ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑπεράφανος, ον, Α (με θετ. και αρνητική σημ.) 1. (για πρόσ.) περήφανος 2. (για ανθρώπινες εκδηλώσεις) αυτός που ενέχει και δηλώνει έπαρση, που φανερώνει αλαζονεία. επίρρ... υπερήφανα / ὑπερηφάνως ΝΜΑ με… …   Dictionary of Greek

  • Εὐτυχῶν μὴ ἴσθι ὑπερήφανος ἀπορήσας μὴ ταπεινοῦ. — εὐτυχῶν μὴ ἴσθι ὑπερήφανος ἀπορήσας μὴ ταπεινοῦ. См. В счастьи не возносись …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ὑπερηφανώτερον — ὑπερήφανος overweening masc acc comp sg ὑπερήφανος overweening neut nom/voc/acc comp sg ὑπερήφανος overweening adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερηφανώτατον — ὑπερήφανος overweening masc acc superl sg ὑπερήφανος overweening neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερηφάνω — ὑπερήφανος overweening masc/fem/neut nom/voc/acc dual ὑπερήφανος overweening masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερηφάνως — ὑπερήφανος overweening adverbial ὑπερήφανος overweening masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερήφανον — ὑπερήφανος overweening masc/fem acc sg ὑπερήφανος overweening neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερηφανώτεροι — ὑπερήφανος overweening masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερηφάνοις — ὑπερήφανος overweening masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερηφάνου — ὑπερήφανος overweening masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»